ρυσώ

ρυσώ
(I)
-άω, Α [ῥυσός]
ρυτιδώνομαι, γεμίζω ζάρες, ζαρώνω.
————————
(II)
-όω, ΜΑ [ῥυσός]
1. (μτβ.) σχηματίζω ρυτίδες σε μια επιφάνεια, ζαρώνω, ρυτιδώνω
2. (η μτχ. θηλ. πληθ. παθ. παρακμ.) αἱ ῥερυσωμέναι
(για τις χελώνες) αυτές που έχουν ρυτιδωμένο δέρμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ῥυσῷ — ῥυσάω pres opt act 3rd sg ῥῡσῷ , ῥυσός shrivelled masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥύσω — ῥύ̱σω , ῥύομαι se sru aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) ῥυσόω make wrinkled pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυσῶι — ῥυσῷ , ῥυσάω pres opt act 3rd sg ῥῡσῷ , ῥυσός shrivelled masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυσή — και δωρ. τ. ῥυσά, Α (κατά το λεξ. Σούδα και κατά τον Φωτ.) «μάρανσις, ἢ γήρανσις». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. τού ῥυσῶ (Ι)] …   Dictionary of Greek

  • ρυσωτός — ή, ό, Ν [ῥυσῶ (ΙΙ)] γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος, ρυτιδωμένος …   Dictionary of Greek

  • ρύσημα — ήματος, τὸ, Α [ῥυσῶ (Ι)] (κατά το λεξ. Σούδα και τον Φωτ.) στον πληθ. τά ῥυσήματα οι ρυτίδες στα πρόσωπα ηλικιωμένων ανθρώπων …   Dictionary of Greek

  • ρύσωση — η / ῥύσωσις, ώσεως, ΝΑ [ῥυσῶ (ΙΙ)] ρυτίδωση, ζάρωση …   Dictionary of Greek

  • ἀρύσω — ἄρυσος wicker basket masc nom/voc/acc dual ἄρυσος wicker basket masc gen sg (doric aeolic) ἀ̱ρύσω , ἀρύω draw aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀρύω draw aor subj act 1st sg ἀρύω draw aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”